επεξηγηματικός

επεξηγηματικός
-ή, -ό (AM ἐπεξηγηματικός, -ή, -όν) [επεξήγημα]
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επεξήγηση («επηξηγηματικός τρόπος, σύνδεσμος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επεξηγηματικός, -ή — ό επίρρ. ά που γίνεται ή χρησιμεύει για επεξήγηση, ερμηνευτικός, διασαφητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασαφητικός — ή, ό (AM διασαφητικός, ή, όν) 1. αυτός που συντελεί στη διασάφηση, επεξηγηματικός 2. (γραμ.) (για σύνδεσμο) επεξηγηματικός αρχ. καταφατικός …   Dictionary of Greek

  • εξηγηματικός — ή, ό (AM ἐξηγηματικός, ή, όν) [εξήγημα] επεξηγηματικός, ερμηνευτικός αρχ. ο ικανός στη διήγηση …   Dictionary of Greek

  • εφερμηνευτικός — ἐφερμηνευτικός, ή, όν (ΑΜ) [εφερμηνεύω] επεξηγηματικός, διερμηνευτικός …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • σαφηνιστικός — ή, ό / σαφηνιστικός, ή, όν, ΝΑ [σαφηνίζω] διευκρινιστικός, επεξηγηματικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνιστικόν η διευκρίνιση …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λαυρίου — Η σημερινή έκθεση των ευρημάτων της Λαυρεωτικής που στεγάζεται στο μουσείο εγκαινιάστηκε στο ανακαινισμένο κτίριο (οδός Α. Κορδέλλα) του 1970 τον Oκτώβριο του 1999. Στον προθάλαμο, στο μεγάλο αίθριο και στις δύο αίθουσες αυτού του μικρού μουσείου …   Dictionary of Greek

  • δηλαδή — σύνδ. επεξηγηματικός, λοιπόν, σαν να λέμε: Αναφέρεται πάντα σε δύο προϊστάμενους, δηλαδή στο διευθυντή και τον υποδιευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξηγητικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξήγηση, επεξηγηματικός, διασαφητικός: Εξηγητικές σημειώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επεξηγητικός — ή, ό επίρρ. ά επεξηγηματικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”